υπέρκορος

υπέρκορος
-η, -ο / ὑπέρκορος, -ον, ΝΑ
ο υπέρμετρα κορεσμένος, υπερκορεσμένος
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. (για διάλυμα) αυτός στον οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνην που αντιστοιχεί στην κατάσταση κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες, αλλ. υπερκορεσμένος
2. (φυσ) (για υδρατμό) αυτός τού οποίου η πίεση είναι μεγαλύτερη από την πίεση τού κορεσμένου στην ίδια θερμοκρασία
3. (μετεωρ.) (για αέρα) αυτός τού οποίου η περιεκτικότητα σε υγρασία είναι μεγαλύτερη από το μέγιστο εκείνης που θα επέτρεπε η θερμοκρασία του.
επίρρ...
ὑπερκόρως Α
με υπέρκορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -κορος (< κόρος [Ι] «πλησμονή»), πρβλ. κατά-κορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπερκόρως — ὑπέρκορος over full adverbial ὑπέρκορος over full masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρκορον — ὑπέρκορος over full masc/fem acc sg ὑπέρκορος over full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • υπερκορής — ές, ΜΑ υπέρκορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορής (< κόρος [Ι] «πλησμονή»), πρβλ. προσ κορής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”